- ἐπιζέσαντος
- ἐπιζέωboil overaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιζέω — ἐπιζέω (Α) [ζέω] 1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους») 2. (για δηλητήριο) επενεργώ 3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῑν λέβητα») … Dictionary of Greek